κορασ(ι)ά

κορασ(ι)ά
η (Μ κορασιά)
1. κορίτσι, κοπέλα
2. κόρη, θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορ-άσ-ι(ον) + κατάλ. -ιά πιθ. κατά το νιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ηδυπότιον — ἡδυπότιον και ἡδυποτίδιον, το (Α) υποκορ. τού ηδυπότις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυ ποτ τού ηδυπότις + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον] …   Dictionary of Greek

  • ηδυσμάτιον — ἡδυσμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ήδυσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • ημιτόμιον — ἡμιτόμιον, τὸ (Α) (για τα κουκιά) υποκορ. τού ημίτομον*, το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία είναι διχοτομημένος ο καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τομον + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον] …   Dictionary of Greek

  • θήνιον — θήνιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γάλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θη (πρβλ. θήσθαι) + επίθημα ν( ο) (πρβλ. γαλαθη νό ς) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, φυλλάδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • θαλλίον — θαλλίον, το (AM) (Μ και θαλλίν) (υποκορ. τού θαλλός) μικρός τρυφερός βλαστός αρχ. 1. φύλλο ή κλαδί φοινικιάς 2. στον πληθ. τά θαλλία δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον] …   Dictionary of Greek

  • θεμάτιον — θεμάτιον, τό (Α) (υποκορ. τού θέμα*) αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + υποκορ. καταλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, κοράσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • θηκίον — θηκίον, τὸ (Α) μικρή θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • θυγάτριον — θυγάτριον, τὸ (ΑΜ) μικρή θυγατέρα, κορούλα μσν. νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • θυλακίσκιον — θυλακίσκιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θυλακίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”